Πολλοί πιστεύουμε ότι το να μάθεις μια δεύτερη ή μια τρίτη ξένη γλώσσα είναι απλώς θέμα βιογραφικού. Να δείξεις ότι έχεις περισσότερες δεξιότητες, να σε βοηθήσει στη δουλειά ή στα ταξίδια. Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική: η ξένη γλώσσα είναι γυμναστήριο για τον εγκέφαλο.
Έρευνες στη νευροεπιστήμη έχουν δείξει ότι όσοι μιλούν πάνω από μία γλώσσα δημιουργούν ένα ισχυρό “γνωστικό απόθεμα” (cognitive reserve). Αυτό σημαίνει ότι το μυαλό τους μπορεί να αντέχει καλύτερα την πίεση, να παραμένει πιο καθαρό και το εντυπωσιακότερο να καθυστερεί τη γήρανση.
Σπουδαία μελέτη από το Τορόντο πριν χρόνια έδειξε ότι άνθρωποι με άνοια που μιλούσαν δύο γλώσσες εμφάνισαν συμπτώματα της ασθένειας 4 με 5 χρόνια αργότερα σε σχέση με μονόγλωσσους, παρότι οι εγκέφαλοί τους έδειχναν ίδια επίπεδα ασθένειας στις εξειδικευμένες εξετάσεις τους.
Η διαφορά ήταν στον “τρόπο λειτουργίας” του εγκεφάλου τους: η συνεχής εναλλαγή γλωσσών δυναμώνει τα νευρικά κυκλώματα, αυξάνει την πυκνότητα της φαιάς ουσίας και βελτιώνει συνολικά την αποτελεσματικότητα του εγκεφάλου.
Και δεν χρειάζεται να τη μάθεις τέλεια ή να μιλάς σαν ντόπιος για να δεις αποτελέσματα. Μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και οι ενήλικες που ξεκινούν να μαθαίνουν μια νέα γλώσσα μπορούν να αυξήσουν μετρήσιμα τη φαιά ουσία στον εγκέφαλο μέσα σε λίγους μόλις μήνες.
Με άλλα λόγια, το να μάθεις μια νέα γλώσσα δεν είναι πολυτέλεια, είναι το πιο απλό και προσβάσιμο “brain hack” που υπάρχει. Δεν φτιάχνεις μόνο ένα πιο δυνατό βιογραφικό, φτιάχνεις έναν πιο δυνατό εγκέφαλο.