Υπάρχουν πράγματα που ακούγονται τόσο παράλογα, που μοιάζει να τα έφτιαξε κάποιος για να τρολάρει αλλά όμως αυτό ακριβώς συνέβη με κάποιες μικρές γαλλικές πόλεις που «έκαναν παράνομο το να πεθαίνεις». Η φράση είναι επιτηδευμένα προκλητική: δεν πρόκειται για υπερφυσικό νόμο, αλλά για πολιτική κίνηση-διαμαρτυρία, όταν μία κοινότητα έφτασε στο οξύ πρόβλημα της έλλειψης χώρου στα νεκροταφεία της.
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι το Le Lavandou, ένα θέρετρο της Γαλλικής Ριβιέρας, όπου το 2000 ο τότε δήμαρχος εξέδωσε ένα διάταγμα που απαγόρευε το «να πεθάνουν» στην πόλη όποιοι δεν είχαν ήδη χώρο ταφής.
Ο λόγος δεν ήταν μεταφυσικός αλλά πρακτικός: το παλιό νεκροταφείο ήταν γεμάτο και τα σχέδια για νέο χωροθετήθηκαν από δικαστικές αποφάσεις που υποχρέωναν σε προστασία των παράκτιων περιοχών. Ο δήμαρχος το περιέγραψε ο ίδιος ως «παράλογο νόμο ενάντια σε μια παράλογη κατάσταση», δηλαδή μια θεαματική κίνηση για να τραβήξει την προσοχή των ανωτέρων αρχών.

Photo by Cecile Hournau on Unsplash
Ακολούθησαν και άλλες κοινότητες με παρόμοια στρατηγική. Το 2007 η Cugnaux, στα νοτιοδυτικά της χώρας, πήρε παρόμοιο μέτρο όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ίδια προβλήματα χώρου στο κοιμητήριο.
Η απαγόρευση είχε σαφή πολιτικό χαρακτήρα: στόχος ήταν να πιεστούν οι αρμόδιες υπηρεσίες να εγκρίνουν την επέκταση ή να βρουν λύση για την ταφή των κατοίκων. Η τακτική αυτή, αν και σαφώς θεατρική, έφερε αποτελέσματα σε κάποιες περιπτώσεις, αφού δημιούργησε έντονο δημοσιογραφικό και δημόσιο ενδιαφέρον που δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Το 2008 μια ακόμα μικρή πόλη, η Sarpourenx, δημοσίευσε μια ανάλογη διαταγή, απαγορεύοντας «το να πεθαίνει» όποιος δεν είχε εξασφαλισμένο τάφο στο τοπικό νεκροταφείο και πάλι η διατύπωση ήταν σκόπιμα υπερβολική, με αναφορές σε «βαριές ποινές» για τους παραβάτες, για να αναδείξει πόσο επείγον ήταν το πρόβλημα.
Η είδηση έγινε γρήγορα διεθνής, όχι γιατί κάποιο κράτος αποφάσισε να ποινικοποιήσει το θάνατο, αλλά επειδή οι τοπικοί άρχοντες χρησιμοποίησαν την ειρωνεία ως μέσο πίεσης και επικοινωνίας.

Photo by Bo Schoonejans on Unsplash
Ας είμαστε ειλικρινείς: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρξε πραγματική πρόθεση να τιμωρηθούν οι νεκροί ή οι οικογένειές τους. Η «απαγόρευση» ήταν συμβολική. Ήταν η κραυγή μιας μικρής κοινότητας που έλεγε «δεν υπάρχει χώρος για το φυσικό τέλος της ζωής μας» και απαιτούσε από το κράτος ή τις δικαστικές αρχές να βρουν λύση, είτε μέσω νέων χώρων ταφής, είτε με αλλαγές στην πολεοδομία και την περιβαλλοντική νομοθεσία που είχαν μπλοκάρει τις επεκτάσεις. Και τουλάχιστον στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις έπιασε τόπο και λύσεις βρέθηκαν.
Το παράδειγμα έχει γίνει πια κομμάτι μιας ευρύτερης λίστας ανά τον κόσμο με «παράξενους» νόμους-διαμαρτυρίες: μικρές πόλεις που, όταν τους τελειώνει ο χώρος ταφής και οι κανονισμοί δεν επιτρέπουν επέκταση, προτιμούν να κάνουν μια μεγαλοπρεπή δήλωση παρά να παραμείνουν σιωπηλές. Είναι μια υπενθύμιση ότι πίσω από τα γκράντε θέματα που νομίζουμε πως επιλύονται με νόμους και γραφειοκρατία, υπάρχουν κοινότητες που νιώθουν εγκαταλελειμμένες και επινοούν την ειρωνεία ως εργαλείο πολιτικής δράσης.