Με καλεσμένη τη Σόφη Ζαννίνου η εκμπομπή Ζω καλά του Μιχάλη Κεφαλογιάννη ασχολήθηκε με ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την ελληνική κοινωνία και αφορά τη φροντίδα των ανθρώπων που, για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν.
Το μεγάλο δίλημμα στο οποίο μπαίνουν οι φροντιστές αυτών των ανθρώπων είναι: «στηρίζω τον άνθρωπό μου στο σπίτι για να αισθάνομαι εγώ καλύτερα ή επιλέγω έναν διαφορετικό δρόμο για να μην καταστρέψω τη δική μου ζωή;».
Η ηθοποιός μίλησε για τη συνειδητή απόφαση που πήρε να φροντίζει στο σπίτι μέχρι την τελευταία της στιγμή τη μητέρα της, η οποία έπασχε από Αλτσχάιμερ.
«Ανακαλύψαμε ότι έπασχε και από νευρική ανορεξία. Δεν ήθελε να φάει τίποτα αλλά έπαιρνε πάρα πολλά φάρμακα και μεταχειριζόμουν κάθε τρόπο για να φάει.
Μου πέρασε από το μυαλό να την πάω σε μονάδα φροντίδας αλλά επειδή ήταν καλλιτέχνης, πάντα προστατευμένη από τον πατέρα μου, σκέφτηκα ότι θα νιώσει πα΄ρα πολύ άσχημα σε ένα άγνωστο μέρος.
Από τη δουλειά μου χάθηκα εντελώς. Το βάρος το σήκωσα μόνη μου αλλά με βοήθησε και η κόρη μου. Το έκανα συνειδητά.
Ρώταγα τη μητέρα μου ποια είμαι εγώ και έλεγε "η υπεύθυνη" ενώ με ρώταγε "πότε θα πάω στο σπίτι μου". Είναι δραματικά».
«Εγώ το έχω πει στην κόρη μου, ότι μόλις αρχίσει και χάνει το γρανάζι, θα πάμε παρέα, θα βρούμε έναν πολύ ωραίο οίκο ευγηρίας να μου αρέσει και θα πάω εκεί όχι όταν θα τα έχω χάσει αλλά θα είμαι στον δρόμο» εξήγησε η ηθοποιός.
Μιλώντας για την καθημερινότητά της με έναν ανοιακό άνθρωπο εξήγησε χαρακτηριστικά ότι «έπρεπε να κάνει ενέσεις η μητέρα μου και ήθελε την κόρη μου και έμαθε να τις κάνει» ανέφερε.
«Έβαζα ξυπνητήρι για να θυμάμαι τα φάρμακα της μητέρας μου» είπε ακόμα εξηγώντας τη δύσκολη και απαιτητική καθημερινότητα που είχε.
«Τύψεις δεν είχα, ήμουν ευχαριστημένη. Η μητέρα μου έφυγε στα χέρια τα δικά μου και της κόρης μου. Ήμουν ευχαριστημένη ότι έκανα αυτό που έπρεπε» ανέφερε.