Στην εκπνοή του Γενάρη του 2025, μόλις 9 μήνες πριν, έδωσε την τελευταία του μεγάλη, ζωντανή τηλεοπτική συνέντευξη στο Στούντιο 4 ο Διονύσης Σαββόπουλος που «έφυγε» την Τρίτη σε ηλικία 81 ετών.
Για την ιστορία πάντως η οριστικά τελευταία συνέντευξη του τραγουδοποιού ετοιμάζεται να προβληθεί το επόμενο διάστημα. Ο λόγος για το «Σαββόπουλος "long play"», το μεγάλο αφιέρωμα του ΣΚΑΪ στον σπουδαίο συνθέτη και εστιάζει στη δισκογραφία του σπουδαίου συνθέτη, παρουσιάζοντας δέκα εμβληματικούς δίσκους του.
Μιλώντας στο Στούντιο 4, με αφορμή την αυτοβιογραφία του έκανε μια αναδρομή στα δύσκολα χρόνια της ζωής του ενώ ύμνησε τη σύζυγό του Άσπα που τον ανέχεται, όπως είπε, 57 χρόνια, δηλώνοντας αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της.
Ανατρέχοντας στα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, περιέγραψε τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, φτάνοντας σε σημείο να μην έχει ούτε τα βασικά. «Είχα βρει ένα δωμάτιο που δεν είχε μπάνιο, δεν με ένοιαζε», ανέφερε, ενώ θυμήθηκε την περίοδο που ο φίλος του, Αλέξης Κυριτσόπουλος, του υπέδειξε που να πλυθεί. «Μου είπε "εκεί είναι το μπάνιο, εκεί το σαπούνι, εκεί έχει το νερό". Μπαίνω μέσα, πλένομαι, σαπουνίζομαι και βγαίνω φρέσκος, και ο Αλέκος από τότε έλεγε "τότε που πήγες και πλύθηκες, βούλωσες το μπάνιο"».
Η πείνα όπως ανέφερε, ήταν μια από τις πιο σκληρές εμπειρίες εκείνης της περιόδου.
«Κοιμήθηκα στο σπίτι ενός παιδιού που δούλευε νύχτα, οπότε μου έδινε το κλειδί και κοιμόμουν εγώ εκεί πέρα και το πρωί ερχόταν το παιδί για να κοιμηθεί και εγώ σηκωνόμουν. Είχα τρεις ημέρες να φάω, ήταν βασανιστικό. Η πείνα είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Αρχίζεις και έχεις παραισθήσεις, σου έρχεται να φας το φλυτζάνι. Ξεκινάω να πάω με τα πόδια στον Μάνο Λοΐζο, που έμενε στην Αττική, ο οποίος όλο και κάτι είχε. Η Μάρω η Λήμνου του πήγαινε από το σπίτι λίγο φαγητό. Κατεβαίνω την Ομόνοια και πάω στην Αττική και μου λέει "δυστυχώς έχει αρρωστήσει η μάνα της και είναι στο νοσοκομείο η Μάρω, δεν έχει φέρει τίποτα, αλλά έχω έναν φίλο στην Κυψέλη που όταν πηγαίνω όλο και κάτι μου δίνει".
Φτάνουμε στο σπίτι του παιδιού και βλέπουμε απέξω νεκρόκασα και αγγελτήριο κηδείας, είχε πεθάνει ο μπαμπάς του. Εμείς σε αυτήν την κατάσταση τι να πούμε; Ενσωματωθήκαμε στο πλήθος, λέγαμε τα γνωστά "τι σου είναι ο άνθρωπος, χθες τον έβλεπα". Ακολουθήσαμε, πήγαμε στην κηδεία, την πέσαμε στα κόλλυβα και στα παξιμάδια και όταν πια τον φέρανε πίσω τον ορφανό στο σπίτι και χαιρετηθήκαμε, ο Μάνος σαν να το σκέφτηκε τελευταία στιγμή του λέει "έχεις μωρέ κανά 20αρικο;" και του έδωσε ένα 20αρικο και πάμε σε μια ταβερνούλα που ήταν εκεί κοντά στο σπίτι του Μάνου και παραγγέλνουμε μια φέτα, μια τηγανητές πατάτες και ρετσίνα και είχε αγοράσει και 2 τσιγάρα και έδωσε το ένα σε εμένα. Φάγαμε αυτό το λιτό γεύμα, καπνίσαμε και τα τσιγάρα. Το πιο νόστιμο γεύμα.
Και μετά ανεβαίνουμε, αυτός έμενα σε ένα δωμάτιο σε μια ταράτσα εκεί στην Αττική, και ανεβαίνουμε ένα μικρό ταψάκι με γιουβέτσι. Στην απουσία του Μάνου είχε έρθει η Μάρω και του άφησε ένα ταψάκι με γιουβέτσι. "Ώπα", λέω, "όχι, τώρα φάγαμε, αυτό είναι για το βράδυ", μου λέει. Εγώ πεινάλας. Μετά ξαπλώσαμε και σηκώνομαι εγώ ο βουλιμικός. Δίπλα στο καμαράκι του είχε ένα πλυσταριό, εκεί είχε βάλει το γιουβέτσι. Όλα τα μυρμήγια από την ταράτσα είχαν πέσει πάνω στο ταψί. Είχε μαυρίσει μυρμηγκικό οξύ, σηκώνεται ο Μάνος και το είδε και δεν είπε τίποτα».
Ο Μάνος Λοΐζος εμπνεύστηκε από αυτό το ατυχές γεγονός και άλλαξε στίχους από ένα τραγούδι που έγραφε εκείνη την περίοδο για μια θεατρική παράσταση: «Έγραφε τότε τη μουσική για το "Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" του Λόρκα και άλλαξε το τραγούδι και έλεγε "οι μυρμηγκάδες τώρα φτάσανε στο μοσχαράκι το κριθαρωτό!"».
57 χρόνια έρωτα με την Άσπα του
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, αναφερόμενος στις πολιτικές διώξεις που υπέστη, ο Σαββόπουλος περιέγραψε το σοκ της σύλληψής του και την αντίδραση της οικογένειάς του, που τον πλήγωσε βαθιά.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το 1967, λόγω των αντιδικτατορικών του πεποιθήσεων. Κατά την περίοδο εκείνη, η χούντα επέβαλε αυστηρή λογοκρισία και δίωκε όσους θεωρούσε πολιτικά επικίνδυνους ή αντικαθεστωτικούς. Ο Σαββόπουλος, με τους στίχους και τη μουσική του, εξέφραζε ιδέες που δεν συμβάδιζαν με το καθεστώς.
«Οι γονείς μου τρόμαξαν, γιατί φώναξαν αμέσως τον αδερφό μου στην ασφάλεια και φοβήθηκαν ότι θα χάσει τη δουλειά του. Έκαναν πως δεν κατάλαβαν και με πείραξε πολύ, δεν έστειλαν ούτε ένα μήνυμα». Παράλληλα, οι φίλοι του εξαφανίστηκαν, φοβούμενοι τις συνέπειες: «Πήγαν στο Λονδίνο και τη Ρώμη».
Αντίθετα, η σύζυγός του Άσπα, που τότε ήταν ακόμα μαθήτρια, στάθηκε στο πλευρό του με εντυπωσιακή αποφασιστικότητα. «Έκανε τον κόσμο άνω-κάτω, έμαθε πού είμαι και πήγε στην ουρά με τους συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων. Οι άλλες ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον Εμφύλιο, με κάτι τσεμπέρια, και η δικιά μου έλαμπε με μεταξωτά χειλάκια, μωβ μάτια και μίνι φούστα».
Η παρουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τους ασφαλίτες, με τον Σαββόπουλο να θυμάται πως ο διαβόητος βασανιστής Ευάγγελος Μάλλιος της συμπεριφερόταν βάναυσα. «Της έριχνε κάτι μπάτσες και της έλεγε "Εσύ είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς;"».
Πήρε όμως δυο αποφάσεις μέσα στην φυλακή, στην απομόνωση: «Να ασχοληθώ με τα τραγούδια και να παντρευτώ την Άσπα γιατί την αγαπώ. Παντρευτήκαμε πολύ νέοι, τον Οκτώβριο του '67 και ακριβώς την 28η Οκτωβρίου, την ημέρα του Όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18. Τότε παντρεύονταν πολλοί, ήταν η δικτατορία και ήθελες έναν άνθρωπο δίπλα σου».
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι, είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά αυτή με ζηλεύει. Αφοσιώθηκε σε αυτόν τον γάμο χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της. Περάσαμε δύσκολα και ήταν πολλά τα δύσκολα και μαζί και τα παιδιά. Όταν με ξεφώνιζαν, ο μεγάλος μου γιος ο Κορνήλιος έστειλε γράμμα στην Ελευθεροτυπία “γιατί τα λέτε αυτά τα πράγματα, ο μπάμπάς μου δεν είναι έτσι”. Αλλά γενικά τα παιδιά, εκτός από την ακεραιότητα που έχουνε, ήταν δίπλα μου» είπε χαρακτηριστικά.