Πάνω από 22 χρόνια πριν ο Κωστής Μαραβέγιας γνώρισε σε μια οντισιόν τον Διονύση Σαββόπουλο και αυτή η συνάντηση έμελλε να του αλλάξει οριστικά και ριζικά τη ζωή και τη μοίρα.
Ο ίδιος ο αγαπημένος τραγουδιστής και συνθέτης ανέβασε μια συγκινητική περιγραφή για την πρώτη τοςυ γνωριμία, τη θέση που ήθελε διακαώς, τον ανταγωνισμό του (Πάνος Μουζουράκης) και το αποτέλεσμα που οδήγησε σε μια σχέση ζωής που άλλαξε ριζικά τη δική του διαδρομή. Και ο Κωστής Μαραβέγιας με αυτή την άγνωστη ως τώρα ιστορία αποχαιρετά τον δικό του κύριο Διονύση που έφυγε προχές το βράδυ από τη ζωή.
"Μεσημέρι Φεβρουαρίου 2003. Μόλις έχω επιστρέψει από τις σπουδές στην Ιταλία, με φτηνή δικαιολογία στην πρωινή δουλειά παίρνω το αμάξι και πάω σφαίρα Κυψέλη. Αναποδογυρισμένες ψάθινες καρέκλες πάνω σε τραπέζια στην ταβέρνα Μύθος στην οδό Ύδρας. Μπαίνω μουσκίδι από τη βροχή ενώ η οντισιόν με τίτλο “τραγούδια για νέους τροβαδούρους” έχει ξεκινήσει.
Θα τον δω από κοντά για πρώτη φορά. Κατά καιρούς από τα φοιτητικά μου χρόνια ακόμη , είχα συχνά ένα περίεργο όνειρο όπου επαναλαμβανόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Βρισκόμουν λέει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με κόκκινο φως και τζαμάραμε ενώ πίναμε μπάφους, ο Τζιμ Μόρισον, ο Τομ Γιόρκ, η Μαντόνα κι ο Σαββόπουλος. Με τη Μαντόνα δε, πολύ συχνά φασονόμασταν. Μετά ξυπνούσα πανευτυχής και λίγο ζαλισμένος και βγαίνοντας από το σπίτι είχα την αυτοπεποίθηση του ροκ σταρ.
Ο Σαββόπουλος τώρα μπροστά μου, στο ξύπνιο μου. Ίσα που αχνοφαίνεται ανάμεσα στα πόδια καρεκλών και στα ντουμάνια από το πούρο του και τα τσιγάρα. Ο συνάδελφος τραγουδιστής με τη μοϊκάνα τραγουδάει το “Άγγελος Εξάγγελος” με μπρίο και ζωντάνια αλλά με πολύ γκάζι, αμάν λέω, μας παίρνει τα αυτιά αυτός, αποκλείεται να τον πάρουν.
Κάπου κάπου ξεροκαταπίνει είτε από το άγχος που τραγουδάει μπροστά στον “μύθο” Σαββόπουλο, είτε από το λαιμό που βάζει στη φωνή, είτε από το πούρο του Σαββόπουλου. Σαν Αγγελοπουλική σκηνή με ανάμικτη μυρωδιά Αβάνας και ποτισμένης ρετσίνας από τα τραπέζια καθώς ο “Μύθος” λειτουργούσε τα βράδια κανονικά.
Τον έχω το συνάδελφο σκέφτομαι. Έχω φέρει το 120άρι 15κιλο ακορντεόν για να εντυπωσιάσω. Είναι η σειρά μου. Ανεβαίνω και το παίζω άνετος αν και με σουβλίζει η μέση μου με τόσα κιλά πάνω μου. Θυμάμαι συνεχώς το όνειρο κι αισθάνομαι μάλλον περισσότερη άνεση από όσο θα έπρεπε μιας και αυτό το έχω κάνει άπειρες φορές στον ύπνο μου.
Ο Σαββόπουλος κοιτάζει τα χαρτιά του. Είμαστε πολλοί οι υποψήφιοι. Είμαι ο τελευταίος για σήμερα. “Τι θα ακούσουμε;” με ρωτάει. Περιμένω να με κοιτάξει. Έχοντας και λίγη αύρα από Μαντόνα, το βλέμμα μου εμπεριέχει έναν φάλτσο ερωτισμό, μάλλον παρεξηγήσιμο. Περιμένω να κοιτάξει και μετά να του πω. Γυρίζει το κεφάλι προς την αυτοσχέδια σκηνή της ταβέρνας. “Τους μάγους” του λέω, ενώ έχω ήδη τα χέρια μου στα πλήκτρα του ακορντεόν.
Φυσικά και δεν πήγα με τα σουξέ του αλλά διάλεξα αυτό που δεν θα περίμενε. “Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα, κι η μουσική μας φέρνει τους μάγους στη σκηνή”, με ακορντεόν όσο πάει πιο ανοιχτό, με φωνή ροκά που κανονικά δεν έχω, για να με ακούσει και το φρικιό που έχει μείνει για να με δει, τινάζω και το κεφάλι πίσω να δει σκηνική παρουσία, με σταματάει κουνόντας το χέρι με το πούρο κάνοντας σινιάλα καπνού.
“Ωραίο”, κάνει μεγάλη παύση. Δεν τρελάθηκε. Ξαναδιαβάζει τα χαρτιά του, “βλέπω εδώ πως τραγουδάς και Ιταλικά;”, “Ναι” του λέω, με την αυτοπεποίθηση μου να έχει τσακιστεί.
“Sapore di sale, sapoρe di mare” του τραγουδάω. Σκάει χαμόγελο, αφήνει για λίγο το πούρο στο τασάκι. Σταυρώνει τα χέρια. Συνεχίζει αυτό το τρυφερό χαμόγελο γλύκας και νοσταλγίας. Ίσως κάτι του θύμιζε. Το λέω όλο.
Μου πιάνει κουβέντα για την Ιταλία, για τον Τζίνο Πάολι, για τον Πάολο Κόντε, μέχρι και για τον Σαλβατόρε Σκιλάτσι και τη Γιουβέντους είπαμε. Την πήρα τη δουλειά σκέφτομαι. Ο Σαββόπουλος παίρνει τον χρόνο του, “ωραία” μου λέει, “θα σε ξαναδώ με άλλους τρεις υποψήφιους που ξεχώρισα για να κρατήσω τον έναν”. Έφυγα σχεδόν ηττημένος.
Ξαναπήγα. Μια εβδομάδα μετά. Αυτή τη φορά στο στούντιο “Μύθος”. Ακτιβώς πάνω από την ταβέρνα. Πάλι το φρικιό δίπλα μου. Κι άλλοι δυο συνάδελφοι επίσης. Μου ξαναζήτησε ιταλικά τραγούδια, αυτή τη φορά του είπα το a Casa d’ Irene, αυτό ήθελε. Πάλι σταύρωσε τα χέρια και με άφησε να το πω όλο. Πάλι κάτι νοσταλγούσε.
Μας απάντησε μια εβδομάδα μετά. “Κατ’ εξαίρεση λέει, ενώ ήθελα έναν, θα πάρω κι εσένα για να λέμε και κανα ιταλικό στην παράσταση”. Πήρε κι εμένα πήρε κι αυτόν με τη μοϊκάνα.
Δευτέρα πρωί παραιτούμαι από την πρωινή δουλειά και ξεκινάω, από την ταβέρνα στα φωνητικά και τα χορευτικά στο Ηρώδειο, στις αμήχανες σιωπές γύρω από την άδεια πισίνα στο ξενοδοχείο μετά το Δίον στην Κατερίνη, συγκάτοικος στο δωμάτιο με τον Πάνο με τη μοϊκάνα,
Αχαρνείς πάνω σε ξύλινη εξέδρα σε πλατεία στη Λούτσα ενώ μαρσάρουν δίπλα παπάκια με τρύπιες εξατμίσεις, στο Καλλιμάρμαρο μαζί μπορούμε, ένα άδειο Ιντεάλ με 4 θεατές εμένα και τον κύριο Διονύση, εκεί κάτι πήγε λάθος, ναι μετά από κάποια χρόνια βρήκα το θάρρος να τον αποκαλώ κύριε Διονύση κι όχι κύριε Σαββόπουλε, στη Σπάρτη, στη Θάσο, παντού περιοδεία, συναυλία στην Ιαπωνία όπου δεν πήγα γιατί τότε ήμουν αεροφοβικός, συναυλία στη Βιέννη όπου πήγα οδικώς.
Περάσαν τα χρόνια, αραιά πια στο τηλέφωνο, λίγες επισκέψεις στο σπίτι, έκανα την υπέρβαση ενώ πήγαινα για μισό αιώνα ζωής, τον αποκαλούσα πια Διονύση σκέτο με ενικό, αν και που και που μου ξέφευγε κι ένα κύριε Διονύση, σαν να μην ήμουν σίγουρος πως έχω εξοικειωθεί με το τι πρεσβεύει ο Σαββόπουλος για μένα, για τους φίλους μου, τους γονείς μου, τη χώρα μου.
Σαν να μην μπορούσα εύκολα να προσγειώσω μπροστά μου έναν μύθο που βλέπω ακόμη στα όνειρα μου και είχα την ευλογία να τον συναντήσω στα πρώτα μου μουσικά βήματα στην Ελλάδα. Χθες το βράδυ με κάλεσε ο Πάνος να μου πει πως έφυγε. Έκανα μεγάλη παύση. Ήθελα να κλάψω αλλά συγκρατήθηκα. Το ίδιο κι εκείνος.
Κύριε Διονύση, σας αγαπώ πολύ. Ευχαριστώ για όλα"